- θρηνεῖ
- θρηνέωsing a dirgepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)θρηνέωsing a dirgepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρήνει — θρηνέω sing a dirge pres imperat act 2nd sg (attic epic) θρηνέω sing a dirge imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρολογήτρα — και μυρολογίστρα, η [μυρολογώ] 1. μοιρολογήτρα, γυναίκα που θρηνεί κατ επάγγελμα και με αμοιβή τους νεκρούς 2. (κατ επέκτ.) γυναίκα που θρηνεί και οδύρεται … Dictionary of Greek
θρηνώ — θρήνησα, θρηνήθηκα, θρηνημένος 1. αμτβ., κλαίω, οδύρομαι: Έμεινε μέρες πολλές κλεισμένη στο σπίτι της και θρηνούσε. 2. μτβ., κλαίω για κάποιον ή για κάτι που έχασα: Θρηνεί τη συμφορά που τον έπληξε. – Θρηνεί τη χαμένη ευτυχία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Antonio de Nigris — Saltar a navegación, búsqueda Antonio de Nigris Nombre Antonio de Nigris Guajardo Apodo El Tano, Toño Nacimiento 1 de abr … Wikipedia Español
плакати — ПЛА|КАТИ (232), ЧОУ, ЧЕТЬ гл. 1.Плакать (заплакать); горевать, скорбеть: и тако же по вьсѧ дьни прѣбываше плача и молѧ б҃а ѥго ради. ЖФП XII, 49в; и то слышавъше ти мѹжи начаша плакати. ЧудН XII, 70в; пакы нача рака исходити ис цр҃кве. нача же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Νέφθυς — Αιγυπτιακή θεότητα κατά την αρχαιότητα. Ήταν κόρη του Σεβ (Γη) και της Νουτ (Ουρανού), σύζυγος του Σετ, από τον οποίο γέννησε τον Άνουβη, και αδελφή του Όσιρη και της Ίσιδας. Στον περίφημο μύθο του Όσιρη, ο οποίος κατατεμαχίστηκε από τον Σετ, η Ν … Dictionary of Greek
άκλαυτος — η, ο (Α ἄκλαυτος, ον) και άκλαυστος 1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος «τόν έθαψαν άκλαυτο» «νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ. 2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί «άκλαυτο παιδί» αρχ. «οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.… … Dictionary of Greek
αβρόγοος — ἁβρόγοος, ον (Α) αυτός που θρηνεί, που μοιρολογά σαν γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + γόος] … Dictionary of Greek
αγάστονος — ἀγάστονος, ον (Α) 1. (για τον παφλασμό των κυμάτων) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, παταγώδης 2. μτφ. αυτός που θρηνεί μεγαλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγα * + στόνος < στένω] … Dictionary of Greek
αηδών — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Πανδάρεω, γιου του Μέροπα και σύζυγος του βασιλιά Ζήθου, από τον οποίο απέκτησε τον Ίτυλο. Φθονούσε την αδελφή της Νιόβη, που είχε 6 γιους και 6 κόρες, και μια μέρα αποπειράθηκε να σκοτώσει το μεγαλύτερο αγόρι, τον… … Dictionary of Greek